σύγκλαση

σύγκλαση
η / σύγκλασις, -άσεως, ΝΑ [συγκλῶ]
νεοελλ.
(πετρογρ.) χάσμα ή ρωγμή στη μάζα ενός πετρώματος η οποία προκαλείται από συρρίκνωσή της
αρχ.
θραύση πολλών πραγμάτων μαζί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”